προυπῆρξε

προυπῆρξε
προυπῆρξε , προυπάρχω
take the initiative in
aor ind act 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγεννησία — η (Α ἀγεννησία) (Ν και ιά) [ἀγέννητος] ανικανότητα προς αναπαραγωγή, στειρότητα αρχ. κατάσταση που προϋπήρξε τής δημιουργίας και που η ίδια δεν δημιουργήθηκε από κάποια άλλη αιτία …   Dictionary of Greek

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

  • παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προβίωτος — ον, Μ [προβιῶ] (ιδίως για την ψυχή) αυτός που έχει προηγούμενη ύπαρξη, που προϋπήρξε …   Dictionary of Greek

  • προσχωρώ — προσχωρῶ, έω, ΝΑ 1. προσεγγίζω, πλησιάζω («προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ», Ηρόδ.) 2. μτφ. συντάσσομαι με τις αρχές ή τη γνώμη κάποιου, υιοθετώ τις απόψεις κάποιου (α. «προσχώρησε στο κόμμα τής αντιπολίτευσης» β.… …   Dictionary of Greek

  • προϋπάρχω — ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. υπάρχω εκ τών προτέρων (α. «ἡ τών σωμάτων αὔξησις ἐκ τῶν προϋπαρχόντων ἐστὶν», Αριστοτ. β. «πᾶσα μάθησις ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως», Αριστοτ.) 2. υπάρχω, υφίσταμαι πριν από κάποιον ή από κάτι άλλο (α. «το αμάρτημα προϋπήρξε …   Dictionary of Greek

  • πρόβροτος — ό, Α άνθρωπος που προϋπήρξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βροτός «θνητός»] …   Dictionary of Greek

  • πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • υπόστρωμα — το / ὑπόστρωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστρώννυμι] 1. καθετί που στρώνεται από κάτω 2. υπόσαγμα («τὰ ὑποστρώματα τοῡ ἵππου ἐκφέρειν», Ξεν.) νεοελλ. 1. το υπέδαφος 2. ναυτ. κατάστρωμα σε όλο το μήκος τού πλοίου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κάτω από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”